Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Η ανεκτίμητη κληρονομιά μας - Κνωσός



























Το Aνάκτορο της Kνωσού είναι το μεγαλύτερο από τα κέντρα της μινωικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα που αναπτύσσεται σε χώρο 22.000 τ.μ. Χτισμένο σ' ένα κατά μεγάλο ποσοστό τεχνητό λόφο ήταν το εντυπωσιακότερο από τα μινωικά ανάκτορα. Αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της μινωικής Κνωσού, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα.

Γύρω στο 2000 π.X. κτίστηκε το παλαιό ανάκτορο στο νότιο άκρο της πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Αμέσως επισκευάστηκε, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά από σεισμό, περίπου το 1700 π.X. Ο ενιαίος σχεδιασμός που παρουσιάζουν Φαιστός και Μάλια έρχονται σε αντίθεση με το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού που κατασκευάστηκε ίσως με την ενοποίηση σημαντικών συγκροτημάτων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του δομή, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Αμέσως μετά οικοδομήθηκε το νέο ανάκτορο, μεγαλοπρεπέστερο, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Αχαιοί ηγεμόνες κάθονται πλέον στην αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι ελέγχουν όλο το νησί. Το ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου αιώνα π.X. (Yστερομινωική Εποχή IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά, και έκτοτε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο.

Το ανάκτορο της Κνωσού χωρίζεται σε διάφορα τμήματα, καθένα από τα οποία έχει ξεχωριστή χρήση. Ήταν πολυόροφο, χτισμένο με πελεκητούς δόμους και διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες που απεικόνιζαν πιθανόν θρησκευτικές τελετές. Η πρόσβαση γινόταν από τρεις εισόδους που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες. Έτσι στην δυτική πλευρά του ανακτόρου υπάρχουν συγκεντρωμένες οι αίθουσες των τελετών στους επάνω ορόφους, οι δημόσιες αποθήκες (18 μακρόστενα δωμάτια) με τα μεγάλα πιθάρια, τα ιερά, τα θησαυροφυλάκια καθώς επίσης και η αίθουσα του θρόνου που αποτελείται από τον προθάλαμο και τον κυρίως χώρο του θρόνου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανακτόρου βρίσκεται η Δυτική Αυλή και η Δυτική Είσοδος που οδηγεί στο Διάδρομο Πομπής, που ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες ("Πρίγκιπας με τα κρίνα"). Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου βρίσκονται τα Προπύλαια και τα περίφημα Διπλά Κέρατα, ένα από τα ιερά σύμβολα της μινωικής θρησκείας.

Στην ανατολική πλευρά του αναπτύσσονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, στα οποία οδηγούσε ένα μεγάλο κλιμακοστάσιο, τα δωμάτια του προσωπικού και ένα ιερό. Από τα σημαντικότερα δωμάτια είναι η αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Διαμέρισμα της Βασίλισσας με την τοιχογραφία των δελφινιών. Στα βόρεια και ανατολικά του διαμερίσματος της βασίλισσας βρίσκονται οι βασικές αποθήκες καθώς επίσης και ο Διάδρομος του Ζατρικίου (ένα είδος σκακιού). Ανατολικότερα κατασκευάστηκαν επίσης τα διάφορα εργαστήρια, καθώς και οι βασιλικές αποθήκες. Στην βόρεια πτέρυγα κυριαρχεί το λεγόμενο "Tελωνείο", μία δεξαμενή καθαρμών και ένα λιθόκτιστο θέατρο. Από το θέατρο ξεκινάει Πλακόστρωτος Δρόμος που οδηγούσε στο μικρό ανάκτορο. Τέλος, στη νότια πτέρυγα υπήρχε το μεγαλοπρεπές νότιο Πρόπυλο.

Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο της Kνωσού διενεργήθηκαν το 1878 από τον έμπορο Mίνωα Kαλοκαιρινό. Τότε ανασκάφηκε τμήμα της δυτικής πτέρυγας. Αργότερα ανασκαφές πραγματοποίησαν ο Αμερικανός πρόξενος W.J. Stillman, ο ανασκαφέας των Mυκηνών και της Τροίας, Γερμανός H. Schliemann με τον συνεργάτη του W. Doerpfeld, ο Γάλλος αρχαιολόγος M. Joubin και ο διευθυντής του Ashmolean Museum της Oξφόρδης, Arthur Evans. Όλοι όμως προσέκρουσαν σε αδυναμία αγοράς του χώρου του ανακτόρου. Όταν η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη (Κρητική Πολιτεία) το 1898, θεσπίστηκε νόμος με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες κηρύσσονταν κτήμα της Πολιτείας. Έτσι ξεκίνησε η ανασκαφή του ανακτόρου το 1900 υπό τον A. Evans μέχρι και το 1931 με μικρές διακοπές.

                                          Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΟΤΑΥΡΟΥ
                                                 
Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδόνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβει στο θρόνο. Ο θεός έστειλε ένα λευκο τάυρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει.
Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαιδαλο. Αυτός κατασκεύσε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος.
Ο Μίνωας, μετά από χρησμό που πήρε από το μαντείο των δελφών, ζήτησε από τον Δαίδαλο να φτιάξει ένα κτίσμα ώστε να κλειστεί μέσα ο Μινώταυρος, και αυτός κατασκεύασε το Λαβύρινθο.
                                           Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ
Ο γιος του Μίνωα Ανδρώγεος πήρε μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια και απέσπασε κάποιες νίκες, για τις οποίες οι Αθηναίοι τον ζήλεψαν και τον σκότωσαν. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε πόλεμο στον οποίο νίκησε. Σαν ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες να στέλνονται στην Κρήτη και να κατασπαράζονται από το Μινώταυρο.Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία αυτή, ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγαία, αποφάσισε να είναι και αυτός ένας από τους δεκατέσσερις νέους, με σκοπό να βρεθεί κοντά στο Μινώταυρο ώστε να τον σκοτώσει. Όταν έφτασε στη Κρήτη γνώρισε την κόρη του Μίνωα Αριάδνη η οποία τον ερωτεύτηκε. Θέλοντας να τον βοηθήσει του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή, το μίτο της Αριάδνης και τον συμβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει, ώστε να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο.
Ο Θησέας πράγματι σκότωσε το τέρας με το σπαθί του και χρησιμοποιώντας το Μίτο της Αριάδνης, κατάφερε να βγει από το Λαβύρινθο και γύρισε στην Αθήνα.

Η ανεκτίμητη κληρονομιά μας - Ναὸς του Ὀλυμπίου Διός








http://www.youtube.com/watch?v=BTW2KFqzdEEhttp://www.youtube.com/watch?v=BTW2KFqzdEE Το Ολυμπιείον βρίσκεται στη νότια πλευρά των Αθηνών ανάμεσα στην Ακρόπολη και τον ποταμό Ιλισό. Πρόκειται για το ιερό του Ολυμπίου Διός στο οποίο κτίστηκε ένας από τους μεγαλύτερους ναούς του αρχαίου κόσμου που ήταν αφιερωμένος στο Δία. Σύμφωνα με το Βιτρούβιο ήταν ένα από τα πιο φημισμένα δείγματα της αρχιτεκτονικής σε μάρμαρο. Η ίδρυση του ιερού ανάγεται στο μυθικό Δευκαλίωνα. Γύρω στο 500 π.Χ. ανεγείρεται ένα τριμερές επίμηκες οικοδόμημα με αυλή στα νότια. Ταυτίζεται με το Δικαστήριο επί Δελφινίω το οποίο σύμφωνα με την παράδοση είχε ιδρύσει ο Αιγέας. Στον ίδιο χώρο εντάσσεται και ο ναός του Δελφινίου Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση το ιερό του Δελφινίου Απόλλωνα σχετίζεται με το Θησέα.


Η λατρεία στο χώρο αυτό ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους και συνδέεται με χθόνιες θεότητες και ήρωες της αρχαίας Αθήνας. Το 515 π.Χ. άρχισε να κτίζεται από τον Πεισίστρατο το Νεότερο ένας μνημειώδης ναός που όμως δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της πτώσης της τυραννίας. Την οικοδόμηση του ναού που έμεινε ημιτελής για 400 περίπου χρόνια συνέχισε το 174 π.Χ. ο Αντίοχος ο Δ΄ ο Επιφανής. Ο ναός όμως τελικά αποπερατώθηκε το 124/125 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό που ταύτισε τον εαυτό του με το Δία και πήρε τον τίτλο του Ολυμπίου.


Γύρω στα 450 π.Χ. οικοδομείται ο μεγάλος πώρινος δωρικός περίπτερος ναός (αμφιδίστυλος εν παραστάσι), πιθανόν του Δελφινίου Απόλλωνα που εγκαταλείπεται τον 3ο μ.Χ. αι. Στην εποχή του Αδριανού, κατά τον 2ο αι. μ.Χ. ανεγείρεται ρωμαϊκός ναός, δωρικού ρυθμού, μέσα σε τέμενος με κτιστό περίβολο και υπαίθριο βωμό, πιθανόν του Κρόνου και της Ρέας, ρωμαϊκό περιστύλιο ή πανελλήνιο, για τη διεξαγωγή του συνεδρίου του ιερατείου των Πανελλήνων και στο βράχο της Ολυμπίας Γης, υστερορωμαϊκό κτήριο, πιθανόν κατοικία εξέχοντος μέλους του ιερατείου.


Τον 3ο αι. μ.Χ. την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βαλέριου, οικοδομείται το Βαλεριάνειο τείχος πιθανόν πάνω στη διαδρομή του κλασικού Θεμιστόκλειου τείχους. Τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. αναπτύσσεται εκτός του τείχους εκτεταμένο υστερορωμαϊκό νεκροταφείο.


Τέλος, στο 10ο - 12ο αι. μ.Χ. ακμάζει μια εκτενής βυζαντινή συνοικία με οικίες και εργαστήρια, όπως βυρσοδεψεία και ελαιοτριβείο, επάνω στα ερείπια του κλασικού ναού, με μία τουλάχιστον κεντρική οδική αρτηρία, την αποκαλούμενη Αρχαία οδό.


Ανασκαφές στο χώρο του ναού του Δία πραγματοποιήθηκαν από τον E. Penrose από το 1883 έως το 1886 και το 1922 από τον G. Weltet. Η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία διενέργησε ανασκαφές γύρω από το ναό από το 1886 έως το 1907 ενώ ο Ιωάννης Τραυλός (αρχιτέκτων) στη δεκαετία του 1960. Ο αρχαιολόγος Ιωάννης Θρεψιάδης υπήρξε επίσης ανασκαφέας του αρχαιολογικού χώρου.

Η ανεκτίμητη κληρονομιά μας - Θέατρο Διονύσου






Pattern
Στο ανατολικό τμήμα της νότιας πλευράς της Ακρόπολης δεσπόζουν τα ερείπια του Διονυσιακού Θεάτρου, ακριβώς βόρεια από το Ιερό του Διονύσου. Το μεγαλύτερο μέρος των καταλοίπων που διατηρούνται σήμερα ανήκει στη μνημειακή διαμόρφωση του θεάτρου από τον άρχοντα της Αθήνας Λυκούργο, στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. Ο πυρήνας όμως του θεάτρου ανάγεται στον 6ο αι. π.Χ.


Στο Ιερό του Διονύσου στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης λατρευόταν ο Διόνυσος ως Ελευθερεύς επειδή η λατρεία του είχε εισαχθεί στην Αθήνα από τις Ελευθερές της Βοιωτίας, από τον Πεισίστρατο και τους γιούς του, στο β' μισό του 6ου αι. π.Χ. Σ' αυτό γιορτάζονταν κάθε χρόνο κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα, στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου, τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, η λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν του θεού. Εκείνη την εποχή ανεγέρθηκε ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου, ενώ λίγο βορειότερα από αυτόν, στην πλαγιά του λόφου και σε επίπεδο περίπου τριών μέτρων υψηλότερα, ισοπεδώθηκε ένας κυκλικός χώρος στον οποίο τελούνταν τα λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν του θεού. Τις τελετές αυτές παρακολουθούσαν οι θεατές καθισμένοι στο πρανές του λόφου, στο οποίο λίγο καιρό αργότερα τοποθετήθηκαν ξύλινα καθίσματα. Ο κυκλικός αυτός χώρος, διαμορφωμένος από πατημένο χώμα, είχε διάμετρο 25μ. περίπου και αποτέλεσε την πρώτη «ορχήστρα» (από το ρήμα ορχούμαι = χορεύω) του μετέπειτα θεάτρου. Από τον κύκλιο διθυραμβικό χορό των λατρευτών του Διονύσου γεννήθηκε η τραγωδία.


Η θεατρική κατασκευή του 5ου αι. π.Χ. πρέπει να ήταν απλή, η ακριβής όμως μορφή της δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως. Τα καθίσματα του κοίλου σταδιακά αντικαταστάθηκαν από λίθινα, ενώ για πρώτη φορά κατασκευάστηκαν κλίμακες που διαιρούσαν το κοίλο σε κερκίδες και οριοθετήθηκαν οι πάροδοι του θεάτρου. Κατασκευάστηκε επίσης μία σταθερή λίθινη σκηνή, η οποία αποτελείτο το πιθανότερο από ένα απλό ορθογώνιο κτίσμα. Η σκηνή ήταν το μέρος εκείνο του θεάτρου που υπέστη τις περισσότερες αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, οι απόψεις όμως των μελετητών σχετικά με την ακριβή μορφή της σε κάθε χρονική φάση διαφέρουν.


Κατά την περίοδο του άρχοντα Λυκούργου, στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ., το κοίλο του θεάτρου κατασκευάστηκε εξολοκλήρου λίθινο και επεκτάθηκε μέχρι τη ρίζα του Ιερού Βράχου, ενσωματώνοντας το τμήμα του Περιπάτου, του περιμετρικού δρόμου της Ακρόπολης, που διερχόταν πάνω από το αρχικό κοίλο, και μετατρέποντάς το σε διάζωμα. Το τμήμα του κοίλου πάνω από αυτό το διάζωμα αποτέλεσε το λεγόμενο Επιθέατρο. Υπολογίζεται ότι σε αυτή την περίοδο το θέατρο χωρούσε περίπου 15000-16000 θεατές. Στην πρώτη σειρά καθισμάτων, τη λεγόμενη προεδρία, υπήρχαν 67 μαρμάρινοι θρόνοι, ο καθένας από τους οποίους έφερε χαραγμένο το όνομα του επίσημου προσώπου για το οποίο προοριζόταν. Ο θρόνος του ιερέα του Διονύσου Ελευθερέως βρισκόταν στο μέσον της σειράς. Η σκηνή ήταν κατά την πιθανότερη άποψη ένα ορθογώνιο κτίσμα που εκτεινόταν σε όλο το εύρος της ορχήστρας, με δύο προεξέχοντες χώρους στα άκρα, τα «παρασκήνια». Κατά την περίοδο αυτή έγιναν περισσότερο ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ του θεάτρου και του τεμένους του Διονύσου, με την κατασκευή ενός περιβόλου που περιέκλειε το ιερό. Κατά την ελληνιστική περίοδο σημαντικές αλλαγές πρέπει να πραγματοποιήθηκαν μόνο στη σκηνή του θεάτρου, η οποία όμως απέκτησε ιδιαίτερα μνημειακή μορφή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.


Το 86 π.Χ., κατά την επιδρομή του Σύλλα, η σκηνή, όπως και ολόκληρο το θέατρο, υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., επί αυτοκράτορα Νέρωνα, κατασκευάστηκε νέα σκηνή εντυπωσιακών διαστάσεων. Η ορχήστρα, λόγω της επέκτασης της σκηνής, μετασχηματίστηκε σε ημικύκλιο και πλακοστρώθηκε με μάρμαρο, ενώ την ίδια περίοδο πρέπει να καλύφθηκε με μαρμάρινες πλάκες ο περιμετρικός αγωγός γύρω από αυτή. Στα μέσα του 2ου ή τον 3ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε μπροστά από τη σκηνή ένα υψηλό λογείο, στο οποίο ο άρχοντας Φαίδρος, στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ., πραγματοποίησε αλλαγές (το λεγόμενο Βήμα του Φαίδρου) και ενσωμάτωσε ανάγλυφες πλάκες, προερχόμενες από παλαιότερο άγνωστο μνημείο του 2ου αι. μ.Χ., στις οποίες απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή του Διονύσου.


Ύστερα από την εισβολή των Ερούλων, το 267 μ.Χ., το θέατρο χρησιμοποιούνταν κυρίως για τις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Γύρω στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. ανεγέρθηκε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου μία μονόκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική και η ορχήστρα χρησιμοποιήθηκε ως αυλή της.

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Η ανεκτίμητη κληρονομιά μας - Ακρόπολις
























Στον λόφο της Ακρόπολης στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας Αθήνας, αφιερωμένο στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται μεγάλες θρησκευτικές εορτές, μύθοι της αρχαίας Αθήνας.Τα μνημεία της Ακρόπολης,σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μαγαλύτερης ακμής της, το ''χρυσό αιώνα'' του Περικλή.

Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως ''κυκλώπειο'', σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.

Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία. Ο βράχος της Ακρόπολης αποτελούσε το φρούριο της πόλης. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Το 1687, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή στα μνημεία σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.

Μετά την απελευθέρωση, τα μνημεία της Ακρόπολης τέθηκαν υπό τη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.